- φλῆνος
- φλῆνος, εος, τό,A = φλήναφος, prob. for φλῆφος in Hsch.II [full] φληνός and [full] φλενός are assumed as etym. of φλήναφος in EM796.9, 10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλῆνος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλήνος — ήνεος και ήνους, τὸ, Α φλήναφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ] … Dictionary of Greek
φλήφος — ήφους, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλύαρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε φλῆνος*] … Dictionary of Greek